- ραδιοκοβάλτιο
- το, Νχημ. ραδιενεργό ισότοπο τού κοβαλτίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radiocobalt (< λατ. radius «ακτίνα» + κοβάλτιο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραδιο- — Ν 1. πρόθημα που όταν τοποθετείται πριν από την ονομασία ενός χημικού στοιχείου δηλώνει ότι πρόκειται για ραδιενεργό ισότοπό του (πρβλ. ραδιοφωσφόρος, ραδιοκοβάλτιο) 2. α΄ συνθετικό που δηλώνει αναφορά ενός μεγέθους, ενός αντικειμένου ή μιας… … Dictionary of Greek